Σάββατο, Μαΐου 29, 2010

Ο Περατικός

Ο τίτλος του βιβλίου του Μιλτιάδη Χατζόπουλου "Ο Περατικός" (Εστία 2010) συνδέει και γλωσσικά το μυθιστόρημα με το πρώτο βιβλίο ("Εν μέρει ελληνίζων", Εστία), του οποίου τόπος δράσης είναι η Κύπρος. Δεν ξέρω αν η λέξη "περατικός" χρησιμοποείται και σε άλλα μέρη του ελληνισμού για να δηλώσει τον "προερχόμενον εκ του πέραν... τον εκ ξένου μέρους". Η ανάγκη όμως να ερμηνευθεί ο τίτλος στο οπισθόφυλλο, οδηγεί στην υποψία ότι δεν χρησιμοποιείται αλλού. Ακόμα και στην Κύπρο είναι μια παλαιότερη λέξη, που οι νεότεροι δεν νομίζω ότι ξέρουν ή χρησιμοποιούν.
Κατά κάποιο τρόπο το μυθιστόρημα αποτελεί συνέχεια του πρώτου μυθυιστορήματος, ενώ έχει ήδη εξαγγελθεί και τρίτο μέρος. Μπορεί βεβαίως να διαβαστεί και αυτόνομα, ο συγγραφέας όμως φροντίζει με συχνές αναφορές να συνδέει τα δυο μέρη.
Κεντρικός ήρωας είναι το ίδιο πρόσωπο, ο νεαρός Δημήτρης Δωρίδης, που αφού έζησε ως μαθητής στην Κύπρο τα χρόνια του απελευθερωτικού της αγώνα, καταζητούμενος από τους Άγγλους όχι για τη συμμετοχή του στον αγώνα αλλά για άσχετους λόγους, φυγαδεύεται πρώτα σε συγγενείς του στην Αθήνα και μετά στη Γαλλία. Εκεί, αφού τελειώσει το Λύκειο, θα εγγραφεί κατ' απαίτηση του πατέρα του στη Νομική Σχολή αλλά, αφού την τελειώσει, θα ακολουθήσει τη δική του κλίση, εγγραφόμενος στη Σχολή Κλασικών Γραμμάτων της Σορβόνης.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά του στα επόμενα δώδεκα χρόνια. Τις καινούριες γνωριμίες, τις φιλίες, την επαφή με τον γαλλικό τρόπο ζωής. Μαζί του περιδιαβάζουμε κι εμείς σε χώρους του Παρισιού και γενικότερα της Γαλλίας. Τον πρώτο καιρό εξακολουθεί να τον στοιχειώνει η ανάμνηση του νεανικού του έρωτα στην Κύπρο για μια κοπέλα, την Άννα. Σιγά-σιγά όμως, με τις καινούριες γνωριμίες και ειδικά με τον δεσμό του με τη Μονίκ, αδελφή του φίλου του Ρενώ, η ανάμνηση της Άννας ξεθωριάζει.
Στα δέκα χρόνια παραμονής του στη Γαλλία την έχει αγαπήσει, τη θεωρεί δεύτερη πατρίδα του και αποφασίζει να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα. Αναγνωρίζοντας τις οφειλές του στην καινούρια του πατρίδα κατατάσσεται στο στρατό και μάλιστα στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Η στρατιωτική εκπαίδευση και ζωή καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του βιβλίου, δυσανάλογα μεγάλο μέρος, θα έλεγα, ενώ παράλληλα συνεχίζεται και η ζωή του ανάμεσα στην οικογένεια του φίλου του Ρενώ, της οποίας έχει γίνει σχεδόν μέλος.
Απόηχοι τόσο της Κυπριακή ιστορίας της εποχής όσο και ιστορικών γεγονότων της Γαλλίας περνούν στην αφήγηση, αλλά πάρα πολύ σύντομα, τόσο που για τον μη ενήμερο αναγνώστη να είναι σχεδόν χωρίς σημασία. Αναφέρεται για παράδειγμα η ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, η άνοδος του Ντε Γκωλ στην εξουσία, το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, ο Μάης του '68 στο Παρίσι κ. ά. Το μυθιστόρημα, πιστεύω, θα αποκτούσε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν οι ιστορικοί αυτοί σταθμοί δεν δίνονταν τόσο συνοπτικά και αν ο συγγραφέας δεν επικεντρωνόταν κυρίως στην προσωπική ιστορία του ήρωά του. Ακόμη βρήκα κουραστική και ενοχλητική την πληθώρα των γαλλικών ονομάτων και όρων, για τα οποία ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθεί στο τέλος.
Ως προς το ύφος και τη γλώσσα ο Χατζόπουλος διατηρεί την ιδιομορφία του πρώτου βιβλίου. Έχει κάτι το "παλιομοδίτικο", το "καθαρευουσιάνικο". Όχι μόνο η χρήση του πολυτονικού (αυτό άλλωστε ακολουθείται και από πολλούς άλλους λογοτέχνες) αλλά και άλλα γλωσσικά στοιχεία ξενίζουν. Για παράδειγμα διατηρείται σε πολλά ρήματα η άτονη αύξηση, χαρακτηριστικό του κυπριακού ιδιώματος, π.χ. εξύπνησε αντί ξύπνησε, επήραν αντί πήραν, εχώρισε αντί χώρισε κ.ο.κ. Επίσης κάποτε χρησιμοποεί την κτητική αντωνυμία "των" αντί "τους", π.χ." τα βιβλία των" αντί "τα βιβλία τους" κ.λπ.
Το αρχαιοπρεπές ύφος ενισχύεται με τη χρήση σπάνιων λέξεων, όπως "ενθυλάκωσε" αντί "έβαλε στην τσέπη" ή "ασχάλλοντας" για το οποίο ομολογώ ότι άνοιξα λεξικό για να μάθω ότι σημαίνει "δυσαρεστούμαι", "δυσανασχτώ"!
Γενικά το βιβλίο, αν και διαδραματίζεται στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δεκαετία του '60, δεν κατορθώνει να προκαλέσει το ανάλογο ενδιαφέρον.

Παρασκευή, Μαΐου 21, 2010

Κρατήσου απ' τα όνειρά σου

Γνωστή, με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό της (μυθιστόρημα, διήγημα, παιδικό βιβλίο), με βραβεύσεις και διακρίσεις η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου, μόλις έχει δει να γεννιέται ένα "καινούριο παιδί" της, το μυθιστόρημα "Κρατήσου απ' τα όνειρά σου" (Ωκεανίδα, 2010). Έργο ωριμότητας θα έλεγα, έργο που μέσα στο περιτύλιγμα του μύθου που το καθιστά ελκυστικό ανάγνωσμα, κρύβει αλήθειες και προβληματισμούς που ο καθένας μας κάποια στιγμή μπορεί να αντιμετωπίσει.
Αρχίζει το 2009, με την κεντρική ηρωίδα της, την Αφροδίτη, μόνη σ' ένα παραθαλάσσιο εξοχικό σπιτάκι, σε κάποιο τουριστικό θέρετρο της Κύπρου, έρημο το χειμώνα, να αναλογίζεται με θλίψη το ευτυχισμένο της παρελθόν με τον αγαπημένο της σύζυγο και να προβληματίζεται γύρω από μια μυστηριώδη επιστολή που μόλις έχει πάρει από ένα δικηγορικό γραφείο της Γενεύης, που την καλεί εκεί για κάτι που την αφορά. Επιτυχημένο συγγραφικό τέχνασμα, αφού στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο μεταφερόμασε έξι χρόνια πίσω, στο 2003, και θα διανύσουμε όλη αυτή τη χρονική περίοδο ωσότου, στο τελευταίο κεφάλαιο φτάσουμε ξανά στο 2009 και οι απορίες μας λυθούν.
Ενδιαφέρουσα πλοκή, ένα σύγχρονο μυθιστόρημα με αυθεντικά στοιχεία της εποχής μας, αλλά κι ενός ευχάριστου παραμυθιού, που τόσο έχουμε ανάγκη στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε. Δεν είναι όμως το μόνο πλεονέκτημα του βιβλίου. Εικόνες της φύσης, που χωρίς αχρείαστες λεπτομέρειες τοποθετούν τον αναγνώστη στο χώρο και χρόνο της δράσης, αφθονούν στο βιβλίο. Πολύ επιτυχής η ατμόσφαιρα του έρημου τουριστικού χωριού και των "πέτρινων παλατιών" που σχηματίζονται στις βραχώδεις ακτές του. Μα η δράση δεν περιορίζεται στην Κύπρο. Οι ήρωες της Γιόλας ταξιδεύουν. Άλλοτε στο Λονδίνο για δουλειές, η ατμόσφαιρα και οι δρόμοι του οποίου αποδίδονται με εξαιρετική παραστατικότητα, άλλοτε για χαρούμενες διακοπές στα χιονισμένα βουνά της Ελβετίας. Κάποιες σελίδες μας μεταφέρουν ακόμη και στο τόσο διαφορετικό, πολύβουο Κάιρο. Ένα κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα, θα έλεγα.
Αλλά βέβαια το κέντρο δράσης παραμένει η Κύπρος, προπάντων η Λευκωσία και το εξοχικό χωριό, η Αγία Νάπα. Όμως αν θα εντόπιζα τις σελίδες στις οποίες στάθηκα περισσότερο είναι αυτές στις οποίες η ηρωίδα της, πληροφορείται ότι πάσχει από μια παράξενη ασθένεια. Τα πρώτα συμπτώματα, το πρήξιμο στα γόνατα και στην κοιλιά, το φουσκωμένο πρόσωπο, η κούραση, τα πρησμένα πόδια, το υγρό στους πνεύμονες, το πέσιμο των μαλιών...Επανειλημμένες εξετάσεις και αναλύσεις καταλήγουν στη διάγνωση: "Πάσχεις από ερυθηματώδη λύκο". Λέξη πρωτάκουστη, τρομακτική.
"Γιατρέ, θεραπεύεται αυτή η ασθένεια;"
"Όχι, πρέπει να μάθεις να ζεις μαζί της"
"Για πάντα;"
"Για πάντα!"
Τον τρόμο και την απόγνωση των πρώτων ημερών διαδέχεται ο αγώνας για τη ζωή. Προσωπικές εμπειρίες της συγγραφέως σγκροτούν τη ρεαλιστική απόδοση της αρρώστιας αλλά και την αισιοδοξία της αντιμετώπισής της.
Μπορεί στη ζωή να μην καταλήγουν όλα τόσο αισιόδοξα, όπως στο μυθιστόρημα της Γιόλας. Αξίζει όμως να προσπαθούμε τουλάχιστον να "κρατιόμαστε απ' τα όνειρά μας".

Παρασκευή, Μαΐου 14, 2010

Οι κόρες της λησμονιάς

"Ο ένας παππούς μου, ο Παναγιώτης, πολέμησε τους Γερμανούς μέσα από το ΕΑΜ, ο άλλος, ο Θοδωρής, έχασε τη ζωή του από τους ανθρώπους της ίδιας οργάνωσης". Μέσα σε τρεις γραμμές ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου μας δίνει στο σύντομο πρόλογό του το στίγμα του ογκώδους (600 σελίδες), εξαιρετικού ενδιαφέροντος μυθιστορήματός του "Οι κόρες της λησμονιάς" (Ψυχογιός, 2009). Ο εμφύλιος. Αυτά τα αιματηρά, επώδυνα χρόνια του Ελληνισμού, που όσοι δεν τα ζήσαμε πρέπει, κατά το συγγραφέα, να αισθανόμαστε τυχεροί.
Ο Παπαθεοδώρου δεν διερευνά ποιος φταίει, ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Δεν είναι αυτός ο στόχος του. Στόχος του είναι η ιστορική καταγραφή γεγονότων μέσα από τα πάθη των φανταστικών ηρώων του, αντιπροσωπευτικών της άτυχης εκείνης γενιάς.
Τρεις οικογένειες, με κυρίαρχα πρόσωπα τρεις γυναίκες, αντιπροσωπευτικές χώρων και ιδεολογιών, γίνονται οι φορείς του μύθου. Η Αγγέλα, από το Μυριόφυλλο της Ηπείρου, στα σύνορα με την Αλβανία, η Μέλπω από τη Θεσσαλονίκη και η Αριάδνη από την Αθήνα (η μόνη που μιλά σε πρώτο πρόσωπο), μάνες και οι τρεις, μπλέκονται στα γρανάζια του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Σαν τρία ξεχωριστά ποτάμια που ξεκινούν από διαφορετικές πηγές για να σμίξουν κάπου σ' ένα μεγαλύτερο, έτσι το φέρνουν οι συνθήκες κάπου να συναπαντηθούν οι τρεις αυτές γυναίκες. Να συναπαντηθούν στα βάσανα, στον πόνο, στο χαμό των παιδιών τους.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία εκτενή μέρη: "Ο άνεμος θρόιζε στο σιτάρι" (Απρίλης 1943, όταν ακόμα οι κατακτητές δεν είχαν φύγει από τη χώρα), "Καθώς ξημέρωνε η νύχτα", "Όταν χάνονταν τ' αστέρια", για να κλείσει μ' ένα σύντομο κεφάλαιο "Μ' ένα βαθύ αναστεναγμό", όπου οι τρεις γυναίκες, κάθε μια βυθισμένη στο δικό της πόνο, περιμένουν τους χαμένους άντρες, τα εξαφανισμένα παιδιά τους.
Σπάνιος συνδυασμός μυθοπλασίας και ιστορίας, χωρίς να προδίδεται ούτε η λογοτεχνική αξία του ενός ούτε η ιστορική αλήθεια του άλλου. Οι σημειώσεις  του συγγραφέα στο τέλος του βιβλίου χρησιμότατες. Πρόσωπα, οργανώσεις, γεγονότα, εξηγούνται με συντομία και ακρίβεια, ενώ η βιβλιογραφία τεκμηριώνει τις πηγές και τις πληροφορίες του.
Ατομικά και συλλογικά δράματα μιας σκοτεινής εποχής, απόηχοι της οποίας κάποτε φτάνουν ως τις μέρες μας. Εικόνες φρίκης, σκηνές απύθμενου μίσους που σε κάνουν ν' αναρωτιέσαι ως πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, ιδεολογία αλλά και προδοσία, καλοσύνη αλλά και έχθρα. Ο ανθρώπινος παραλογισμός στην πιο ακραία μορφή του.
Δεν ξέρω αν οι επιζώντες ακόμη (ή οι απόγονοί τους) θα εκτιμήσουν την αντικειμενικότητα του συγγραφέα ή αν η κάθε πλευρά θα θεωρήσει ότι αδικείται. Για μας τους αμέτοχους είναι μια εξαιρετική, λογοτεχνική καταγραφή ενός σημαντικού κομματιού της πρόσφατης ιστορίας του Ελληνισμού.

Τρίτη, Μαΐου 11, 2010

Καλώς σας βρήκα

Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα υπήρχε μέρα στη ζωή μου που δεν θα μπορούσα να διαβάσω λίγες έστω σελίδες. Να όμως που συνέβη κι αυτό. Μπαίνοντας στο νοσοκομείο κουβάλησα μαζί μου κι ένα ογκώδες βιβλίο, μήπως και ένα μικρότερο δεν θα με έφτανε τη μια βδομάδα που θα παρέμενα εκεί! Κι όμως δεν μπόρεσα ούτε καν να το ανοίξω. Όχι μόνο την πρώτη μέρα που πέρα από τις ώρες της εγχείρησης βρισκόμουν σε καταστολή, ούτε τη δεύτερη μέρα από την οποία δεν θυμάμαι τίποτα, αλλά ούτε και τις υπόλοιπες μέρες. Άλλοι μου έλεγαν ότι έφταιγε η επίδραση του αναισθητικού, άλλοι ο πόνος. Μπορεί κι αυτά. Όμως η ζωή στο νοσοκομείο έχει μια άλλη διάσταση, ο χρόνος δεν καταμερίζεται όπως στη συνήθη καθημερινότητα. Εκεί αλλιώς μετρούνται οι ώρες. Τώρα είναι η ώρα που πρέπει να πάρεις το τάδε φάρμακο, που θα σου βάλουν τη δείνα ένεση, που θα περάσει ο γιατρός, που θα σου πάρουν την πίεση και τη θερμοκρασία, που μετράς τις ώρες πότε θα σε αποσυνδέσουν από το μηχάνημα, πότε θα σου βγάλουν τον ορρό, πότε θα σου αφαιρέσουν το ένα ή το άλλο σωληνάκι, πότε η φυσιοθεραπεύτρια θα σου κάνει ασκήσεις αναπνοής, πότε θα κάνεις τα πρώτα βήματα κ.ο.κ.
Ήρθε η δεύτερη βδομάδα, στο σπίτι πια, για να μπορέσω σιγά-σιγά ν' αρχίσω να συγκεντρώνομαι στις σελίδες ενός βιβλίου. Κι ακόμη μέχρι σήμερα, 5η εβδομάδα της επέμβασης, δεν έχω την απαιτούμενη δύναμη συγκέντρωσης για να γράψω, όπως άλλοτε τις απόψεις μου για ένα βιβλίο. Περιορίζομαι λοιπόν εδώ όχι μόνο να σας ευχαριστήσω θερμά, τόσο για τις θετικές σας σκέψεις που τόσο με βοήθησαν, όσο και για τις ευχές σας που με κατασυγκίνησαν, αλλά και να σας ενημερώσω με μεγάλη συντομία για τα διαβάσματά μου αυτών των ημερών, ελπίζοντας ότι σύντομα θα επανέλθω στις συνήθεις μου αναρτήσεις. Διάβασα λοιπόν τα εξής: Νίκος Διακογιάννης, Τέρα Άμου (Αρμός, 2007), ένα συμπαθές βιβλίο με κέντρο δράσης τη Νίσυρο, Θοδωρής Παπαθεοδώρου, Οι κόρες της λησμονιάς (Ψυχογιός, 2009), εξαιρετικό βιβλίο με θέμα τον εμφύλιο, για το οποίο προαναγγέλλεται και δεύτερο μέρος, Γιόλα Παπαδοπούλου, Κρατήσου απ' τα όνειρά σου (Ωκεανίδα 2010), βιβλίο που πέρα από το ενδιαφέρον του μύθου εισάγει τον αναγνώστη στην κατανόηση μιας παρεξηγημένης αρρώστιας, Ντον Ντελίλλο, Άνθρωπος σε πτώση, Εστία 2010, ακόμη ένα βιβλίο για τις συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου, Σταυρούλα Σκαλίδη, Προδοσία και εγκατάλειψη (Πόλις, 2008), μια πρωτότυπη νουβέλα για τη σύγχρονη Αθήνα.
Για μερικά απ' αυτά τουλάχιστον θα επανέλθω εκτενέστερα, αν δεν με παρασύρουν στο μεταξύ νεότερα διαβάσματα.
Για άλλη μια φορά σας ευχαριστώ.