Παρασκευή, Μαρτίου 29, 2013

Των ημερών...

Πολύ λίγη τηλεόραση βλέπω και σχεδόν ποτέ κατά τη διάρκεια της μέρας. Όμως χτες, λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι, στήθηκα μπροστά της. Εν μέρει από περιέργεια, εν μέρει από ενδιαφέρον, αλλά κυρίως από ανησυχία. Τι θα γινόταν στις τράπεζες μετά από δύο σχεδόν εβδομάδες που ήταν κλειστές;
Ήδη, αρκετές ώρες πριν, οι ουρές είχαν σχηματιστεί. Ουρές από ανθρώπους που ήρεμα, υπομονετικά, περίμεναν ν' ανοίξουν οι πόρτες. Ο ρεπόρτερ, έκπληκτος κι αυτός από την τόση ηρεμία, πλσίασε να πάρει κάποιες δηλώσεις. Ένας κοστουμαρισμένος, βλοσυρός κύριος, του γύρισε την πλάτη. Ένας άλλος του έκανε νόημα με το χέρι "όχι, όχι". Ώσπου πλησίασε μια μαυροντυμένη, ηλικιωμένη γυναίκα. "Γιατί ήρθατε στην Τράπεζα; Τι θα κάνετε;", ρώτησε ο δημοσιογράφος. Κι εκείνη μ' ένα ήρεμο, ευγενικό χαμόγελο, είπε: "Δεν είχα κάρτα για να πάρω μετρητά. Έχω μόνο δευτεράκι (βιβλιάριο καταθέσεων) και όσες μέρες ήταν κλειστές οι τράπεζες πέρασα δύσκολα, δεν είχα καθόλου χρήματα".
Διαμαντή, Ο κόσμος της Κύπρου
 Ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν, τα δάκρυα ετοιμάζονται να κυλήσουν κι αυτή τη στιγμή που γράφω. Εκείνη την ώρα η ήρεμη, μαυροφορεμένη, απλή γυναίκα, μου φάνηκε πως έβγαινε κατευθείαν από τον πίνακα του Διαμαντή "Ο κόσμος της Κύπρου". Πως ενσάρκωνε όλες τις βασανισμένες, ταλαιπωρημένες γυναίκες της Κύπρου. Μου φάνηκε πως εκπροσωπούσε την ίδια την Κύπρο, τα διαχρονικά της βάσανα και τους καημούς, αλλά και την αντοχή και την καρτερία της.
Στη μακραίωνη ιστορία της μόλις τα τελευταία χρόνια έζησε στιγμές ελευθερίας. Κι όμως άντεξε. Κι όμως όπου σκάψεις στη γη της θα βρεις σημάδια των ελληνικών της καταβολών. Διωγμένοι από το μισό μας νησί είμαστε εδώ, αμτακίνητοι, κρατημένοι σφιχτά απ' αυτό το βράχο, το ακραίο σύνορο του ελληνισμού. Κάποιοι ίσως χαρακτηρίσουν αυτή τη στάση ως απάθεια, συμβιβασμό, μοιρολατρία. Εγώ το λέω προσαρμογή στις συνθήκες που δεν εμποδίζει την αγωνιστικότητα, την προσπάθεια να βγούμε από τα δεινά.
Πολύ κοντά στην τράπεζα που παρακολουθούσα στην τηλεόραση υπάρχει ένας προσφυγικός συνοικισμός. Αυτή η απλή, μαυροφορεμένη γυναίκα ίσως προερχόταν απ' αυτό το συνοικισμό. Ίσως ήταν μια πρόσφυγας που είχε χάσει το σπίτι και ό,τι άλλο είχε. Αλλά στεκόταν εκεί στην ουρά, χωρίς διαμαρτυρία, χωρίς έστω μια λέξη εναντίον των υπευθύνων. Στεκόταν εκεί στην ουρά, με το ήρεμο χαμόγελό της να στέλλει ένα μήνυμα αισιοδοξίας: "Θ' αντέξουμε κι αυτή τη φορά".

Τρίτη, Μαρτίου 26, 2013

Ο Διαχειριστής

Φωτεινή Ναούμ
Ο Διαχειριστής
Πολύτροπον, 2012

Φαίνεται  πως η μέθοδος ομοιοπαθητικής ισχύει όχι μόνο στην ιατρική αλλά και στην ψυχοθεραπεία. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς, ένα βιβλίο που από το μαύρο που κυριαρχεί στο εξώφυλλό του ως την απελπισία και την απαισιοδοξία που εκπέμπει το περιεχόμενό του, μου κράτησε καλή συντροφιά τούτες τις μέρες. Μέρες όπου ο μουντός καιρός συνοδεύει την επικείμενη οικονομική καταστροφή του τόπου μας, την αβεβαιότητα και την απελπισία χιλιάδων ανθρώπων που δεν ξέρουν τι θα ξημερώσει γι' αυτούς αύριο. (Αναφέρομαι φυσικά στο μνημόνιο που υπέγραψε προχτές ο Πρόεδρός μας).
Το μυθιστόρημα της Φωτεινής Ναούμ "Ο Διαχειριστής" είναι η απεικόνιση της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου της πόλης. Της μοναξιάς και του κενού που αισθάνεται, της διάψευσης, της έλλειψης νοήματος και σκοπού στη ζωή, της μάταιης αναζήτησης. Η οικονομική κρίση αναφέρεται ακροθιγώς. Οι ήρωες της Ναούμ δεν είναι δυστυχείς λόγω της κρίσης. Άλλωστε δεν εμφανίζονται να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα. Αν εξαιρέσουμε το δυάρι στο οποίο ζουν, σε μια παραμελημένη και μακριά από το κέντρο πολυκατοικία, τίποτε άλλο δεν προδίνει οικονομική δυσπραγία. Εσωτερικά είναι τα προβλήματά τους. Είναι προβλήματα αλλοτρίωσης, προβλήματα έλλειψης ψυχικής επικοινωνίας.
Αποξενωμένος ο Διαχειριστής από τη γυναίκα του, αποξενωμένος από την κόρη και το γιο του, αναζητά μια ψευδαίσθηση αγάπης και συντροφιάς από μια άλλη γυναίκα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα ονόματα είναι σπάνια στο βιβλίο. Η γυναίκα του είναι διαρκώς "η άλλη", τα παιδιά του είναι απλώς "ο γιος" και "η κόρη". Έχει τόσο αποξενωθεί από τη γυναίκα του, ώστε δεν την κοιτάζει ποτέ στα μάτια. Κι όταν κάποια φορά τολμά να απλώσει το χέρι του για ένα χάδι, εκείνη εκπλήσσεται, απορεί, σχεδόν τρομάζει. Η γυναίκα όμως στην οποία αναζητά την επαφή και τη συντροφικότητα που του λείπει όχι μόνο έχει όνομα, αλλά το όνομά της επανέρχεται διαρκώς στο βιβλίο. Είναι η Βάσω.
Η οικογένεια του Διαχειριστή και της Βάσως (που δεν έχει παιδιά) μένουν στην ίδια πολυκατοικία. Ο άντρας της Βάσως είναι φορτηγατζής και συχνά λείπει για μέρες. Είναι χαρακτηριστική η αντίστιξη μεταξύ των δύο αντρών. Ο διαχειριστής κλειστός στον εαυτό του, αμίλητος, αποξενωμένος από τους πάντες, βασανίζεται από τους εσωτερικούς του δαίμονες, μάταια αναζητώντας την αυτοβεβαίωση στο σεξ. Ο φορτηγατζής γήινος, ομιλητικός, εύθυμος, απολαμβάνει τη ζωή όπως του δίνεται. Οι δυο τους, με καταφανή την πλήρη αντίθεσή τους, συναντώνται στην τελευταία σκηνή του βιβλίου. Και η καταληκτήρια φράση συνοψίζει, θα 'λεγε κανείς, όλο το περιεχόμενο, όλα όσα θέλησε να μας μεταδώσει η συγγραφέας:
"Αύριο θα είναι μια ακόμη ίδια και απαράλλαχτη μέρα και εκείνος πάλι, μόνος".

Κυριακή, Μαρτίου 17, 2013

Μπορείς να κλάψεις μες το νερό;

Αλέξης Σταμάτης
Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;
Καστανιώτης, 2012
"...θεωρώ προτιμότερο ένα κακό έργο να αποσιωπάται, να μη του γίνεται κριτική. Όχι από αβρότητα, για να μη λυπηθεί ο συγγραφέας, αλλά γιατί πέρα από το χρόνο που διέθεσε κάποιος για να διαβάσει ένα τέτοιο έργο, δεν υπάρχει λόγος να σπαταλά και άλλον για τη διατύπωση μιας αρνητικής κριτικής".
Την πιο πάνω άποψη διατύπωνε σε μια συνέντευξή του ένας εξέχων πνευματικός άνθρωπος και συγγραφέας, που έχει παρουσιάσει πλείστα όσα έργα. Η άποψή του με προβλημάτισε, γιατί αρκετές φορές διατύπωσα αρνητικά σχόλια για κάποια βιβλία. Όμως δεν θα συμφωνήσω με τον αγαπητό φίλο. Η αρνητική κριτική, προπάντων όταν είναι ειλικρινής, στηριγμένη σε επιχειρήματα, χωρίς να υποκρύπτει σκοπιμότητα ή εμπάθεια, μπορεί να συμβάλει στο να προβληματιστεί ο συγγραφέας, να βοηθηθεί ίσως σε μελλοντικές απόπειρές του (αν είναι νέος) ή ακόμα να απαλλάξει άλλους πιθανούς αναγνώστες από το να χάσουν το χρόνο τους διαβάζοντας κάτι που δεν αξίζει. Μπορεί ακόμη μια αρνητική κριτική να δώσει αφορμή για γόνιμη συζήτηση γύρω από λογοτεχνικά θέματα, αν τυχόν κάποιοι έχουν διαφορετική άποψη για ένα βιβλίο. Για μένα, τέλος, η ειλικρινής καταγραφή των σκέψεων, αρνητικών ή θετικών, λειτουργεί και σαν ένα είδος ημερολογίου,  με βοηθά δηλαδή στο να θυμάμαι αργότερα το περιεχόμενο αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου προκάλεσε ένα ανάγνωσμα.
Το βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη "Μπαρ Φλωμπέρ" μου είχε αρέσει κι ίσως ήταν και αυτός ένας λόγος που πήρα και το τελευταίο του, με τον ερωτηματικό τίτλο "Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;", το οποίο όμως με απογοήτευσε. Εν πρώτοις, με ενοχλεί, όπου τη συναντήσω, η "λογόσφαιρα των υπαινιγμών" (φράση από το ίδιο το βιβλίο). Να γίνεται δηλαδή ένας διάλογος ή να περιγράφεται μια σκηνή γεμάτη ασάφειες, υπονοούμενα, ο αναγνώστης να μην καταλαβαίνει τίποτα και μόνο πολύ αργότερα να τα εντάσσει στο μυθιστόρημα. Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη, με μια σκηνή που αποτελεί νοερή αναδρομή του κεντρικού προσώπου, του Ορέστη Πολίτη, στο παρελθόν του, πράγμα όμως που ο αναγνώστης θα καταλάβει πολύ αργότερα και θα συνδέσει και με άλλες παρόμοιες σκηνές που συνθέτουν μια περίοδο του παρελθόντος του ήρωα, όταν υπήρξε μέλος τρομοκρατικής ομάδας. Καμιά όμως αναφορά ως προς το σκοπό της δράσης της ομάδας, αφήνοντάς το όλα ως το τέλος ασαφή και αόριστα.
Πέρα από τη σκόπιμη αρχική ασάφεια είναι ένα μυθιστόρημα "κλειστού χώρου". Όχι μόνο κυριολεκτικά, αφού διαδραματίζεται κυρίως σ' ένα διαμέρισμα, αλλά και μεταφορικά, με τις κλειστές ψυχές που η κάθε μια "κάτι κρύβει" (πάλι φράση από το μυθιστόρημα).
Η μόνη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν είναι η ύπαρξη μιας κοπέλας, τότε συνεργάτιδας του Ορέστη, η οποία μάλιστα είχε θυσιαστεί γι' αυτόν. Αφού την παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί της ένα γιο, συναντάμε τώρα τον Ορέστη παντρεμένο με άλλη, τη Μαρίνα, και με μια κόρη, την Άννα. Τη φαινομενικά ήρεμη ζωή τους σ' ένα αθηναϊκό διαμέρισμα, διακόπτει η εμφάνιση στοιχείων του παρελθόντος, του μεγάλου πια γιου από τον πρώτο γάμο και ανώνυμων τηλεφωνημάτων. Μια κοπέλα επίσης που έρχεται ως οικιακή βοηθός εμλέκεται στην όλη υπόθεση.
Το μυθιστόρημα σου αφήνει απορίες, κενά, καταστάσεις ασύνδετες μεταξύ τους (για παράδειγμα η πυρπόληση του ανθοπωλείου της Μαρίνας). Το ύφος ποικίλλει. Άλλοτε είναι μικροπερίοδο, δημιουργώντας ένα αγχώδη ρυθμό κι άλλοτε έχει μακρούς, σχεδόν θεατρικούς διαλόγους.  Όταν αναπολώ το μυθιστόρημα δεν βρίσκω να μου άφησε τίποτα. Καμιά βαθύτερη σκέψη, κανένα προβληματισμό.
Αναλογίζομαι τα μεγάλα, κλασικά μυθιστορήματα, εκείνα στα οποία ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να κινήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τα υπονοούμενα και την ασάφεια, εκείνα που ο προβληματισμός έγκειται στις ιδέες και τις αξίες. Σκέφτομαι πως ίσως κάποτε είναι προτιμότερο να ξαναγυρίζουμε σ' αυτά, αντί να πειραματιζόμαστε αναγνωστικά με τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.

Δευτέρα, Μαρτίου 04, 2013

Το άρωμα της νοσταλγίας

Μαρκ Λεβί
Το άρωμα της νοσταλγίας
Ψυχογιός 2011
Μετ. Τιτίκα Δημητρούλια-Χαρά Κογιώνη
Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση 2013
"Οι προβλέψεις είναι δύσκολο πράγμα, ειδικά όταν αφορούν το μέλλον". Παραφράζοντας την εναρκτήρια φράση του μυθιστορήματος του Μαρκ Λεβί θα μπορούσα να πω: "Οι προβλέψεις είναι δύσκολο πράγμα, ειδικά όταν αφορούν το βιβλίο". Βεβαίως δεν ήταν η διαρκής παρουσία του παρόντος βιβλίου στα ευπώλητα που με ώθησε να το αγοράσω.  Ούτε οι εξαιρετικές κριτικές του ξένου κυρίως τύπου, αν και η αποσπασματική αναφορά τους δεν δίνουν ολοκληρωμένη εικόνα. Το αγόρασα, πρώτο γιατί το βρήκα σε ηλεκτρονική μορφή και δεύτερο, για το περιεχόμενο όπως διαφημιζόταν στην ηλεκτρονική σελίδα του βιβλιοπωλείου: "Λονδίνο, 1950, εποχή αμέσως μετά τον πόλεμο, ένα ταξίδι από το Λονδίνο στην Κωνσταντινούπολη, μια μυστηριώδης προφητεία", όλα αυτά έκαναν το βιβλίο να φαίνεται ενδιαφέρον. 
Η πραγματικότητα με απογοήτευσε. Ελάχιστα πράγματα διαφοροποιούν το αγγλικό περιβάλλον της μεταπολεμικής εποχής, όπως θα περίμενε κανείς, από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Η κεντρική ηρωίδα, η Άλις, ασχολείται με την κατασκευή αρωμάτων, ενώ τα βράδια η θορυβώδης παρέα της ενοχλεί τον γείτονά της, το ζωγράφο κ. Ντάλντρι. (Ας σημειωθεί ότι ο τίτλος του μυθιστορήματος στο πρωτότυπο είναι "Το παράξενο ταξίδι του κ. Ντάλντρι").
Μια μέρα που η Άλις είχε πάει με τους φίλους της στο Μπράιτον, μια μάντισσα της προλέγει ότι  θα συναντήσει έξι ανθρώπους  ώσπου να οδηγηθεί στον έβδομο, που θα είναι ο άντρας της ζωής της. Δεν δίνει πολλή σημασία στην προφητεία, αποφασίζει όμως να πάει στην Κωνσταντινούπολη, ελπίζοντας ότι εκεί θα μάθει περισσότερα γύρω από τα αρώματα. Στο ταξίδι τη συνοδεύει ο γείτονάς της, ο κ. Ντάλντρι. Ταξιδεύουν απλώς ως φίλοι, ο αναγνώστης όμως καταλαβαίνει πριν από αυτούς (!) ότι κάποια στιγμή θα πάψουν να είναι απλώς φίλοι.
Κάποιες γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, δρόμοι, μυρωδιές, φαγητά δημιουργούν την ωραία ατμόσφαιρα της Πόλης, αλλά αυτό το θετικό στοιχείο δεν είναι αρκετό για να κάνει το μυθιστόρημα καλή λογοτεχνία. Πολλοί διάλογοι, κανένας προβληματισμός, τίποτα ουσιαστικότερο δεν σου αφήνει. Κατανοητό γιατί είναι "ευπώλητο".

Σημ. Ακόμα μια φορά παρακαλούνται οι εκδοτικοί οίκοι να στραφούν και σε ποιοτικότερες ηλεκτρονικές εκδόσεις και η τιμή τους να μην είναι μόνο δυο ευρώ φθηνότερες από τις έντυπες εκδόσεις, όπως συμβαίνει και με το παρόν βιβλίο.