Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2016

Το νέο όνομα

Έλενα Φερράντε
Το νέο όνομα
Πατάκης, 2016
Μετ. Δήμητρα Δότση
(ebook)
"Είναι ωραία ιστορία, μια ιστορία του σήμερα πολύ σωστά διαρθρωμένη και γραμμένη εκπληκτικά. Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας: είναι η τρίτη φορά που διαβάζω το βιβλίο σας και σε κάθε σελίδα υπάρχει κάτι δυνατό που δεν μπορώ να καταλάβω από πού προέρχεται".
Η κρίση αυτή δεν αφορά το παρόν βιβλίο. Αφορά το βιβλίο που έγραψε η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια Λένα ή Λενού ή Λενούτσα που οι αναγνώστες της "Τετραλογίας της Νάπολης" γνωρίσαμε από τον πρώτο τόμο, την "Υπέροχη φίλη μου". Είναι λόγια του επιμελητή του εκδοτικού οίκου που θα της εκδώσει το βιβλίο της, λόγια όμως που θα μπορούσαν να λεχθούν και για το βιβλίο της Φερράντε.
Είχα εκφραστεί πολύ θετικά για το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας. Αρχίζοντας το δεύτερο προχωρούσα με πολύ κόπο. Ένιωθα να πλήττω, να μη βρίσκω τίποτα που να με κάνει να αδημονώ για τη συνέχεια, να με συγχίζουν και πάλι τα πολλά πρόσωπα και οι μεταξύ τους σχέσεις και συγγένειες. Αυτά μέχρι περίπου τη σ. 150, όπως έγραψα και στο σχόλιό μου στο blog της φιλτάτης Κατερίνας. Και ξαφνικά, σαν κάτι μαγικό να συνέβη, η σπίθα του ενδιαφέροντος άναψε ξανά. Η περιέργεια για την πορεία της ζωής των δυο φιλενάδων, αλλά και η ευχαρίστηση της ανάγνωσης με παρέσυραν και πάλι. Οι δυο φίλες, η Λίλα και η Έλενα, με τις ομοιότητες και τις αντιθέσεις τους, με τη φιλία που κάποτε εκδηλώνεται ως αγάπη, κάποτε ως αντιπαλότητα, που άλλοτε είναι κοντά η μια στην άλλη κι άλλοτε χωρίζουν για μεγάλα διαστήματα, συνεχίζουν τις ζωές τους.
Η φιλία τους ξεκίνησε από την ίδια φτωχογειτονιά της Νάπολης, το Δημοτικό, τα όνειρα να πετύχουν κάτι μεγάλο στη ζωή τους και να γίνουν πλούσιες. Ο πρώτος τόμος τέλειωνε με τη Λίλα να εγκαταλείπει το σχολείο και να παντρεύεται στα δεκαέξι της, ενώ η Λενού ακολουθεί το δρόμο της μόρφωσης φτάνοντας ως το πανεπιστήμιο και τη συγγραφή του πρώτου της βιβλίου. Ανόμοιοι χαρακτήρες. "Εγώ", λέει η Λενού, "έμενα πίσω περιμένοντας. Εκείνη άδραχνε τα πράγματα, τα λαχταρούσε στ' αλήθεια, παθιαζόταν με αυτά, ρίσκαρε, ή όλα ή τίποτα, και δεν φοβόταν την περιφρόνηση, τον περίγελο, το φτύσιμο, το ξύλο".
Ανάμεσα στην εξιστόρηση της ζωής των δυο φιλενάδων, καθώς και της ζωής όλου του κόσμου των φίλων και συγγενών που τις περιβάλλει, ουσιαστικά της ζωής της Νάπολης, ρίχνονται σαν σκόρπιες πινελιές γεγονότα που καθορίζουν χρονικά την ιστορία, τοποθετώντας την στις δεκαετίες '50 και '60. "Ολόκληρος ο πλανήτης απειλείται. Ο πυρηνικός πόλεμος. Η αποικιοκρατία. Η νεοαποικιοκρατία. Οι πιέρ-νουάρ, η ΟΑΣ και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (...) Ο Φανφάνι στο Λονδίνο, ο Εγγλέζος πρωθυπουργός Μακμίλλαν". Κι αλλού, "Κούβέντα στην κουβέντα πέρασαν στους βομβαρδισμούς στο Βόρειο Βιετνάμ, στις φοιτητικές εξεγέρσεις σε διάφορα πανεπιστήμια, στις χιλιάδες εστίες της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική".
Άρχισα να διαβάζω "Το νέο όνομα" με πολλές επιφυλάξεις αν θα συνέχιζα και στον τρίτο τόμο της τετραλογίας. Τώρα περιμένω την έκδοσή του.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2016

Η σιωπή της Σεχραζάτ

Δάφνη Σουμάν
Η σιωπή της Σεχραζάτ
Ψυχογιός, 2016
Μετάφραση (από τα Τουρκικά): Θάνος Ζαράγκαλης
"Σε μια γειτονιά που της είχαν δώσει το όνομα "Νέα Σμύρνη", μέσα στα σπίτια, αντί για πόρτα, χρησιμοποιούσαν κουρτίνες, όμως στις αυλές τους τα δέντρα που είχαν φυτέψει σε ντενεκέδες λαδιού είχαν μεγαλώσει. Κάποιοι είχαν φυτέψει σε γλάστρα βασιλικό, άλλοι γαρύφαλα" (...)Παρότι πέρασαν είκοσι και παραπάνω χρόνια από τη Μεγάλη Καταστροφή-έτσι ονομάζουν τις τρομερές ημέρες που έζησαν στη Σμύρνη-, κάποιοι τον ρωτούσαν αν ήξερε πότε θα τους επέτρεπαν να γυρίσουν στα σπίτια τους".
Θεέ μου! Τι ομοιότητα! Νόμιζα πως έβλεπα εικόνες από την Κύπρο, από τη δική μας προσφυγιά, πως άκουα τους δικούς μας πρόσφυγες να εύχονται σε κάθε γιορτή: "Και του χρόνου στα σπίτια μας" . Και πάνε τώρα σαράντα χρόνια...
Η πρώτη μου αντίδραση (ενδόμυχη έστω) όταν φίλη αγαπημένη μου χάριζε αυτό το βιβλίο, ήταν: "Ακόμα ένα βιβλίο για τη Σμύρνη; Πόσα πια να διαβάσουμε;" Κι όμως, κοντεύουν εκατό χρόνια από τότε κι η πληγή ακόμα ματώνει, γιατί η πληγή δεν κλείνει, ανανεώνεται εδώ ή αλλού.
Συγγραφέας του βιβλίου η Τουρκάλα (παντρεμένη με ΄Ελληνα) Δάφνη Σουμάν. Βιβλίο που δεν επετράπη να εκδοθεί στην Τουρκία. Κι ας είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα βιβλίο αντικειμενικό και αμερόληπτο. Άλλωστε η έμφαση (κι αυτή είναι είναι μια σημαντική διαφορά από άλλα βιβλία για τη Σμύρνη) δεν δίνεται στα ιστορικά γεγονότα, παρ' όλο που υπάρχουν βέβαια, ούτε στην απόδοση ευθυνών στη μια ή την άλλη πλευρά, αλλά στον πανέμορφο τόπο, στην πολυπολιτισμική κοινωνία της Σμύρνης, στους ευτυχισμένους κατοίκους. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Γάλλοι, Άγγλοι ζούσαν αρμονικά, απολαμβάνοντας τον πλούτο, την ομορφιά, τον πολιτισμό του ειδυλλιακού αυτού τόπου. Εξού και πολυπρόσωπο το έργο, με φορείς του μύθου τρεις κυρίως οικογένειες: Μια ελληνική, μια λεβαντίνικη-Γαλλική, μια τουρκική. Τα ιστορικά γεγονότα παρεμβάλλονται και επηρεάζουν τις τύχες των ηρώων. Με σύντομες αναφορές επισημαίνεται η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, η συγκίνηση και ο ενθουσιασμός όταν ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη αλλά και οι διχογνωμίες μεταξύ των ντόπιων, η προέλαση προς την Άγκυρα και βεβαίως η μεγάλη καταστροφή.
Όμως ώσπου να φτάσει σ' αυτές τις τραγικές σελίδες, η συγγραφέας μας έχει ταξιδέψει στον ευτυχισμένο παράδεισο που υπήρξε η Σμύρνη. Στα πανέμορφα προάστεια, τον Μπουζά, το Κορδελιό,, τον Μπουρνόβα, με τα πλούσια σπίτια, τις χοροεσπερίδες, τα ονειροπόλα νιάτα που διασκεδάζουν ερωτευμένα σε πανηγύρια κι εκδρομές. Είναι τόσο πειστική η αναπαράσταση αυτής της ευτυχισμένης ζωής που νομίζεις πως βολτάρεις  στην περίφημη προκυμαία Quai ή μπαίνεις στο πολυτελές ξενοδοχείο Kraemer κι άλλοτε πως περπατάς στους δρόμους και τις γειτονιές της Σμύρνης που η συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά. Ακούς τις ποικίλες γλώσσες, δοκιμάζεις μυρωδιές και γεύσεις.
Το συλλογικό δράμα συμπλέκεται με τα ατομικά δράματα των ηρώων της ιστορίας, ενώ το μυστήριο της σιωπής της Σεχραζάτ, που δεν είχε πάντα αυτό το όνομα, θα αποκαλυφθεί μόνο στις τελευταίες σελίδες. Ένα στοχείο που εντείνει την τραγικότητα του βιβλίου είναι η τεχνική της προοικονομίας, σκέψεις δηλαδή που παρεμβάλλονται στις ευτυχισμένες στιγμές προοιωνίζοντας το μέλλον που εμείς ξέρουμε αλλά που οι ήρωες της ιστορίας αγνοούν. "Ποιος μπορούσε να φανταστεί", γράφει ενώ περιγράφει μια χαρούμενη βαρκάδα "πως μετά από δύο καλοκαίρια τα ίδια νερά θα μετατρέπονταν σε θηρίο και η επιφάνεια της θάλασσας που τώρα λαμπύριζε κάτω από το σεληνόφωτο, θα γινόταν μέσα σε μια νύχτα υγρός τάφος;"
Απολαμβάνεις την ανάγνωση αλλά από την άλλη μελαγχολείς. Όχι μόνο από τις τραγικές σελίδες του τέλους αλλά και γιατί ο Θουκυδίδης επιβεβαιώνεται ακόμα μια φορά: τα ίδια γίνονται και θα γίνονται "έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η".
 

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2016

Το γαλάζιο φουστάνι

Ανδρέας Δ. Μαυρογιάννης
Το γαλάζιο φουστάνι
Λιβάνης, 2015
Το βιβλίο του Ανδρέα Μαυρογιάννη υπήρξε για μένα μια αναπάντεχα ευχάριστη έκπληξη. Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει ποτέ ένα τόσο ολιγοσέλιδο (μόλις 50 σελίδες) βιβλίο, που η συντομία του να κοντράρεται τόσο επιτυχώς με τον πλούτο του περιεχομένου. Δεν θα ήταν νομίζω υπερβολή αν του απέδιδα τον προσιδιάζοντα στον ποιητικό λόγο χαρακτηρισμό της "ανέκκλητης συμπύκνωσης". Η εποχή μας με τις αντιφάσεις και τις αντινομίες της, ο κυπριακός κοινωνικός περίγυρος, ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης, η φιλοσοφική θεώρηση ζωής και θανάτου αποτυπώνονται με υπαινικτικότητα, ενίοτε με μια-δυο λέξεις, συχνά με υποβόσκουσα ειρωνεία ή με τη διακειμενικότητα που διατρέχει το βιβλίο, χωρίς εντούτοις αυτή να γίνεται αλαζονική επίδειξη γνώσεων.
Ο μύθος υποτυπώδης. Όσο για να γίνει το υπόστρωμα πάνω στο οποίο ο συγγραφέας θα αναπτύξει τη φιλοσοφική του θεώρηση των πραγμάτων. Τρία τα βασικά πρόσωπα του έργου. Δύο παρόντα και ένα απόν, αιωνίως πλέον απόν. Ως ένα τέταρτο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα που από καιρού εις καιρόν παρεμβάλλεται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση απευθυνόμενος στον αναγνώστη. Πρώτο πρόσωπο μια ανώνυμη κυρία με "ώριμη ομορφιά", ανώτερο στέλεχος σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Μέσα από τη σύντομη περιγραφή της συνηθισμένης πορείας της από το πρωινό ξύπνημα, την προετοιμασία, ως την άφιξη στο γραφείο, περνάει η ανία της επανάληψης και της συνήθειας, σκέψεις για την ανασφάλεια που δημιούργησαν οι καινούριες συνθήκες με τους μετανάστες και την ξενοφοβία, η επιδειξιομανία της κυπριακής κοινωνίας, καταδικαστέα ίσως μόνο από όσους αδυνατούν να γίνουν μέρος της, η ανερμάτιστη νεολαία, ο ξύλινος πολιτικός λόγος στο ραδιόφωνο.
Δεύτερο πρόσωπο η κυρία Μαρία, "βοηθός ωρομίσθιος γραφέας". Η "επιτηδευμένη συγκατάβαση" με την οποία η ανώτερη ετοιμάζεται να απευθυνθεί στην κατώτερη υπάλληλο ακυρώνεται στο άκουσμα της πληροφορίας ότι ο γιος της κυρίας Μαρίας "έφυγε" ξαφνικά, ανεξήγητα, χωρίς ν' αφήσει τίποτα σαν δικαιολογία, σαν θυμητάρι έστω στη μάνα, παρά μόνο "μια μικρή κόκκινη ρωγμή στο στήθος". Ανεξήγητα; Υγιέστατος, εμφανίσιμος, μορφωμένος άλλα άνεργος, τρεις φορές απολυμένος, που παρ' όλη την επιτυχία του σε σχετικές εξετάσεις "δεν κατέστη δυνατό να επιλεγεί". Η κυρία του γραφείου θυμάται. Ήταν ο ίδιος νέος που λίγες μέρες πριν, σε μια τυχαία συνάντησή τους της είχε κάνει ένα κολακευτικό κομπλιμέντο για το φούξια ταγέρ της. Μήπως, αναλογίζεται τώρα η ώριμη κυρία, το ανεπιτήδευτο, αυθόρμητο κομπλιμέντο ήταν μια μεταμφιεσμένη κραυγή αγωνίας και απόγνωσης;
Καθώς ο χώρος του γραφείου γεμίζει από τη σκέψη του νέου παλικαριού, ενός ακόμα θύματος της οικονομικής κρίσης, πλημμυρίζει ταυτόχρονα από τη ζωή και τον θάνατο. Με ανυπέρβλητη, εξαιρετική πυκνότητα, οι τελευταίες σελίδες γίνονται ένα δοκίμιο φιλοσοφικής θεώρησης του θανάτου. Για να ακολουθήσει ο επίλογος που σαν για ν' αλαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα που μόλις είχε προηγηθεί, ο συγγραφέας κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι, δίνει μια ειρωνική ερμηνεία για τον τίτλο, αφού γαλάζιο φουστάνι δεν είχε κάνει ως τώρα πουθενά την εμφάνισή του.
Εντυπωσιάζει ο πλούτος της διακειμενικότητας, εξικνούμενης από τον Ηρόδοτο και τους Προσωκρατικούς ως τον Σεντ Εξιπερί και την Ανν Φιλίπ, ξαφνιάζουν ευχάριστα οι μουσικοί ήχοι που αντιλαλούν στο βιβλίο, από χέβι μέταλ ως τον Ξυλούρη και τον Θοδωράκη. Κι ανάμεσα βρίσκει χώρο για τις μάνες των αγνοουμένων της Κύπρου ή για την ανάμνηση τριών μικρών εντελβάις από το Μπούρκεστοκ (αδιόρατος υπαινιγμός άραγε για τον πολιτικό του ρόλο;).
Την πυκνότητα του λόγου ενισχύει η γλωσσική έκφραση. Λέξεις της καθαρεύουσας, εξορισμένες από το κοινότυπο, καθημερινό μας λεξιλόγιο, φαντάζουν σαν καινούριες. Η χρήση της μετοχής, δρώντας ενίοτε υποδορίως ειρωνικά, πυκνώνει ακόμα περισσότερο τη διατύπωση.
Εν τέλει μια απολαυστική ανάγνωση. Βιβλίο που το τελειώνεις και θέλεις να το ξαναρχίσεις, να ξαναζήσεις όλη την κρυμμένη γοητεία του, να προβληματιστείς όχι μόνο πάνω στο εφήμερο που μας περιβάλλει αλλά και στο αιώνιο που επιζητούμε.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2016

Οι άνεμοι του χρόνου

Ελένη Κ. Τσαμαδού
Οι άνεμοι του χρόνου
Ψυχογιός, 2016


Οι άνεμοι του χρόνου…  Για μια βδομάδα με άρπαξαν, με στριφογύρισαν, με πέταξαν μακριά, σ’ ένα παρελθόν που δεν έζησα κι όμως ένιωσα σαν να το είχα ζήσει. Το 1400 φαινόταν τόσο κοντινό, οι Φράγκοι, οι Παλαιολόγοι, τα κάστρα στην Πελοπόννησο, τα σκλαβοπάζαρα, οι πειρατές, ο Μυστράς, η πρωτόγονη ιατρική, οι έρωτες, τα νόθα παιδιά, οι πόλεμοι…και πάνω απ’ όλα ο ρόγχος του θανάτου και τελικά ο θάνατος της Βασιλεύουσας. Ποιος μπορεί να πει, πηγαίνοντας γενιές προς τα πίσω, πως δεν κατάγεται από κάποιο από τα πρόσωπα εκείνα τα τόσο μακρινά; Ποιος μπορεί να ξέρει πως  ένας σύγχρονος δικηγόρος, ο Κωνσταντίνος Χρυσοβέργης, δεν έχει τις ρίζες του σε κάποιο Βυζαντινό συνονόματο; Μα η συγγραφέας πάει ένα βήμα πιο πέρα. Στηριζόμενη στην κβαντική θεωρία παίζει με το χρόνο. Η ηρωίδα της, η Αγνή, Χάνα ή Ανέζα γίνεται ένα πρόσωπο του παρόντος, ένα πρόσωπο που τώρα, το 1999, ψάχνει να βρει τη χαμένη στην Άλωση κόρη της.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 15ου αι. στην Πελοπόννησο. Καιροί δύσκολοι κι επικίνδυνοι. Ληστές, πειρατές, πόλεμοι με τους Φράγκους, τους Γραικούς, τους Τούρκους που ολοένα εξαπλώνονται απειλώντας τη χώρα με ολοκληρωτική κατάληψη. Οι Παλαιολόγοι, αφέντες ακόμα για λίγα χρόνια, σε διαμάχη μεταξύ τους. Σ' αυτούς τους ταραγμένους καιρούς γεννιέται ένα κοριτσάκι, η Ανέζα, εξώγαμο παιδί του τελευταίου Φράγκου πρίγκιπα της Αχαΐας, του Κεντυρίωνα Ασάν Ζαχαρία και της ερωμένης του, της Ελληνίδας Ειρήνης. Ο πρόωρος θάνατος της μάνας της θα οδηγήσει τα βήματα της μικρής Ανέζας κοντά σε μια "μάγισσα", μια ασυνήθιστη γυναίκα, τη Μερόπη, που αν και ζούσε σε εποχή βαθύτατης χριστιανικής λατρείας που έφτανε στα όρια της θρησκοληψίας, εξακολουθούσε να πιστεύει στους αρχαίους θεούς. Ιέρεια του Πάνα, συλλέκτρια βοτάνων και θεραπεύτρια, δίδαξε τη νεαρή Ανέζα όσα ήξερε από την τέχνη της ιατρικής, τέχνη που θα αποδειχτεί χρησιμότατη σ' όλη την περιπετειώδη ζωή της Ανέζας.
Κάποτε ο Θεός ή το Πεπρωμένο ("ή μήπως Θεός και πεπρωμένο είναι μία και μοναδική δύναμη;" θα αναρωτηθεί η συγγραφέας) έφερε την Ανέζα κοντά στον πληγωμένο Αλέξιο Χρυσοβέργη, στενό φίλο του τελευταίου αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Του γιατρεύει την πληγή, αλλά και οι δυο πληγώνονται από τα βέλη του έρωτα. Μακροχρόνιοι χωρισμοί και επανασυνδέσεις του Αλέξιου (παντρεμένου ήδη με άλλη) και της Ανέζας, θα καταλήξουν χρόνια μετά και αφού θα έχουν αποκτήσει δυο παιδιά, στην πολιορκημένη Πόλη και στην Άλωση.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να περιγραφούν οι περιπέτειες ζωής της Ανέζας μέσα από τις οποίες διαγράφονται και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Ούτε είναι εφικτό να αναφερθούν οι δεκάδες χαρακτήρες του μυθιστορήματος, οι πλείστοι των οποίων ιστορικά πρόσωπα, που ζωντανεύουν με τη συγγραφική τέχνη της Τσαμαδού. Θα σταθώ μόνο σε δυο ιστορικές μορφές που η συγγραφέας φαίνεται πολύ να μελέτησε και πολύ να αγάπησε. Είναι ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων και ο Βησσαρίωνας, και οι δυο παρεξηγημένες και αμφισβητούμενες στην εποχή τους προσωπικότητες.
Η διδασκαλία του Πλήθωνος, η ενασχόλησή του με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η διδασκαλία του στον Μυστρά, όπου τον συνάντησε η Ανέζα, δημιουργούσε αντιδράσεις μεταξύ εκείνων που ταύτιζαν τους Έλληνες με τους Εθνικούς, δηλ. τους ειδωλολάτρες. Κι ας αγωνιζόταν ο Πλήθων να πείσει ότι "Εσμέν γαρ Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτρεια παιδεία μαρτυρεί", εξηγώντας πως δεν  ήταν η λατρεία στους παλαιούς θεούς που έκανε κάποιον Έλληνα, αλλά το ήθος, η γλώσσα, η παιδεία έδιναν αυτή την ιδιότητα.
Ακόμα πιο αμφισβητούμενη προσωπικότητα υπήρξε ο Βησσαρίων. Ιερωμένος, εμβριθής μελετητής, "ποντικός των βιβλιοθηκών", όπως χαρακτηρίζεται, ικανότατος ρήτορας, πίστεψε στην ένωση των Εκκλησιών και αγωνίστηκε γι' αυτήν. Πήρε ενεργό μέρος στη Σύνοδο της Φερράρας (1438) πιστεύοντας πως με την Ένωση οι Δυτικοί θα έσπευδαν σε βοήθεια της ψυχορραγούσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οποία διάψευση!
Διαβάζοντας όλο το παρασκήνιο και τα γεγονότα της Συνόδου δεν μπορούσα να μη τα συνδέσω με όσα συμβαίνουν στη μικρή, ιδιαίτερή μου πατρίδα. Σύνοδοι, συσκέψεις, αντιπαραθέσεις, ελπίδες που διαψεύδονται. Πόση εντύπωση προκαλεί ακόμα και η συζήτηση για τον τόπο της Συνόδου! Και τότε, όπως και τώρα! Προτάθηκε αρχικά η Ελβετία (ναι, τότε, το 1438!), για κάποιους λόγους όμως προτιμήθηκε τελικά η Φερράρα τηςΙταλίας.
Η τυπική έστω Ένωση επιτυγχάνεται. Αλλά ο αντίκτυπος στην Κωνσταντινούπολη ήταν τρομερός. Ενωτικοί και ανθενωτικοί αντιμάχονταν οι μεν τους δε με πάθος. Και ο Τούρκος να περιμένει...
Το βιβλίο της Τσαμαδού μοιάζει με μελωδία που προχωρεί σε κρεσέντο. Τα συναισθήματα βαθμηδόν εντείνονται, η συγκίνηση προχωρεί προς την κορύφωση. Η περιγραφή της Αγίας Σοφίας (όπου η ηρωίδα φτάνει με την κόρη της) προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα θαυμασμού και οίκτου. Ο Μωάμεθ, οι χιλιάδες των Τούρκων πλησιάζουν. Ο κλοιός στενεύει. Η τελευταία λειτουργία, Δευτέρα, 28 Μαΐου, κορυφώνει το δράμα και τη συγκίνηση. Όσες φορές κι αν διαβάσουμε για  τούτες τις ύστατες ώρες, όσες φορές κι αν ξαναψιθυρίσουμε την περήφνανη άρνηση του τελευταίου αυτοκράτορα στην πρόταση του Μωάμεθ να παραδώσει την Πόλη και να σωθεί ("το την Πόλιν σοι δούναι ούτ' εμόν εστι ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών"), δεν μπορούμε να μη νιώσουμε τα μάτια μας να υγραίνονται.
Η κβαντική θεωρία στην οποία η συγγραφέας στηρίζει τη δομή του έργου της αφήνει ένα ερώτημα να αιωρείται: Θα μπορούσαμε άραγε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και ν' αλλάξουμε τον ρουν της Ιστορίας; Ποιος ξέρει...

Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2016

Όσο κρατάει ένας στεναγμός

Ανν Φιλίπ
Όσο κρατάει ένας στεναγμός
(Le temps d' un soupir)
Θεμέλιο, 1988
Μετ. Στρατής Τσίρκας
Το είχα πρωτοδιαβάσει χρόνια πριν, όταν ανάλογα περιστατικά βίου μ' αυτά της Ανν Φιλιπ οδήγησαν τις αναγνωστικές μου αναζητήσεις στο μικρό αυτό βιβλιαράκι. Έκπληκτη εύρισκα καταγραμμένες τις δικές μου σκέψεις, τα δικά μου συναισθήματα κι ήταν στιγμές που είχα την ψευδαίσθηση πως το είχα γράψει εγώ! Αργότερα το χάρισα. Το ξαναγόρασα και το ξαναχάρισα. Το ήθελα όμως. Όταν το αναζήτησα και πάλι, η έκδοση είχε εξαντληθεί. Πολύ πρόσφατα, σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο της Αθήνας με άφατη συγκίνηση το ξαναβρήκα.
Η Ανν Φιλίπ (1917-1990), δημοσιογράφος Βελγικής καταγωγής, παντρεύεται τον ωραίο Γάλλο ηθοποιό Ζεράρ Φιλίπ, που πέθανε πολύ νέος το 1959. Στο ευσύνοπτο βιβλιαράκι η Ανν αφήνει να ξεχυθεί ο πόνος από το χαμό του αγαπημένου της. Δεν είναι θρήνος, δεν είναι κραυγή απελπισίας, ούτε οργή, ούτε αγανάκτηση αυτό που κυριαρχεί στη γραφή της. Πηγαινοέρχεται από τις αναμνήσεις ενός έρωτα και μιας ευτυχισμένης συμβίωσης στην αρρώστια του, σε πλήθος σκέψεις γύρω από τη ζωή και τον θάνατο. Ωραίες αναμνήσεις από το παρελθόν μπλέκονται με την ανάμνηση της αρρώστιας του και του επικείμενου θανάτου, που εκείνη ξέρει πως είναι αναπόφευκτος. Θυμάται τη χαρά της απόκτησης ενός σπιτιού στην εξοχή κι αμέσως επανέρχεται η σκέψη της στο τελευταίο του βλέμμα. Αναλογίζεται μια νύχτα που χιόνιζε και οι δυο τους έχοντας βγει από το θέατρο περπατούσαν πιασμένοι απ' το χέρι. "Πρέπει λοιπόν να δεχτώ ένα μέλλον απ' όπου εσύ απουσιάζεις;" είναι η απελπισμένη της σιωπηλή κραυγή.
Άλλοτε κάνει γενικότερες σκέψεις για τον θάνατο. Αγανακτεί γιατί τα πράγματα επιβιώνουν περισσότερο από μας, την πονούν τα βλέμματα των ζευγαριών μεταξύ τους, αυτή η μυστική συνενοχή των ερωτευμένων, ενδόμυχα επαναστατεί στη χρήση του Παρατατικού: "Ήταν", το ρήμα του θανάτου. Η μοναξιά, "η σιωπή της απουσίας του", το "ποτέ πια", εναλλάσσονται με την ανάμνηση της χαράς, όταν ένιωσαν τα πρώτα σκιρτήματα των παιδιών τους, τότε που "η δυστυχία και ο θάνατος ήταν πράγματα μακρινά, θαμπά".
Οι μήνες, τα χρόνια περνούν, οι εποχές ξανάρχονται. Ο πόνος καταλαγιάζει σιγά-σιγά. Άλλωστε "η ζωή μας ολόκληρη τι ήταν μέσα στη ροή του κόσμου; Μόλις ένας στεναγμός".
Ένα βιβλίο που δεν εκλογικεύεται, μονάχα νιώθεται. Η εξαίρετη μετάφραση του Στρατή Τσίρκα του χαρίζει μια ποιητικότητα που αναδεικνύει όλη την τρυφεράδα των συναισθημάτων του.

Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2016

Ύδατα Υδάτων



Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ύδατα Υδάτων
Κάρβας εκδόσεις
2016
Ύδατα Υδάτων. Νερά των νερών. Το μαγικό υγρό χωρίς το οποίο δεν  υπάρχει ζωή. Το νερό απ' το οποίο ξεκίνησε η ζωή. Το νερό μέσα στο οποίο δημιουργείται κάθε νέα ζωή. Το νερό μέσα στο οποίο το νησί μας ταξιδεύει. Το νερό που μας συνδέει αλλά και μας χωρίζει. Το νερό, απ' τον αφρό του οποίου γεννήθηκε "το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου".
Με τους στίχους  του ο ποιητής  οδηγεί τη σκέψη μας πίσω στις πρώτες μέρες της Δημιουργίας (...Και είπεν ο Θεός. Συναχθήτω το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά...") και φτάνει ως τη σημερινή θάλασσα που γίνεται τόπος χαμού με "το κύμα να χτυπάει ανελέητα ένα ζευγάρι παιδικά παπουτσάκια σφηνωμένα στου βράχου τη σχισμή" (ποιος δεν θυμάται την τραγική εκόνα του πεντάχρονου παιδιού;).
Υπαινικτικά αναφέρεται στη σκλαβωμένη πόλη του που καταστράφηκε αλλά "ξαναγεννήθηκε κρατώντας πορτοκάλι". Κι από κει στην ανάμνηση μιας άλλης Πόλης κτισμένης πλάι στη θάλασσα, στο θρήνο για την Άλωση και στο μαρτύριο του Πατριάρχη.
Η μνήμη της θάλασσας τον οδηγεί ακόμα στα στενά, στα γαλανά νερά των οποίων βούλιαξε ο στόλος του υπερόπτη βασιλιά.
Γεωολογία, Μυθολογία, Ιστορία συμπλέκονται ποιητικά στους υδάτινους στίχους του Νίκου Νικολάου-Χατχημιχαήλ. Ο δεκαπεντασύλλαβος και η ομοιοκαταληξία, χωρίς να γίνονται περιοριστικά δεσμά για την έμπνευση,  φέρνουν την ποίησή του ακόμα πιο κοντά στις παραδόσεις και τα ακούσματά μας. Γεμάτη συμβολισμούς και υπαινιγμούς δεν είναι εύκολη ποίηση. Όμως ακριβώς γι' αυτό είναι και πιο γοητευτική. Διαβάζοντας τους στίχους του νιώθεις το "πολύφλοισβον", "τα τραγούδια των βοτσάλων", τις "μελωδίες των κυμάτων".
Αξίζει ιδιαίτερα να προσεχθεί και να επαινεθεί η αρτιότητα και η καλλιτεχνική εμφάνιση της έκδοσης. Με σχέδια, χαρακτικά και τυπογραφική επιμέλεια του ίδιου του ποιητή είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2016

Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο

Ελένη Γιαννακάκη
Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο
Πατάκης, 2016
(ebook)
Τη Γιαννακάκη την ήξερα από "Τα χερουβείμ της μοκέτας", ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Οι θετικές κριτικές (ειδικά του φίλτατου Βιβλιοκαφέ), καθώς και η ευχέρεια αγοράς του βιβλίου, μια και διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή, ήταν δυο επιπλέον λόγοι για να διαβάσω το τελευταίο της βιβλίο, "Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο".
Όλο το βιβλίο είναι ένας μακρύς μονόλογος μιας ηλικιωμένης γυναίκας, τεχνική που η συγγραφέας είχε χρησιμοποιήσει και στα "Χερουβείμ". Η ακριβής ηλικία δεν αναφέρεται, πρόκειται όμως για μια γυναίκα που πάσχει από Πάρκινσον, με αρχόμενη άνοια, κλεισμένη σ' ένα ίδρυμα-γηροκομείο, πλήρως εξαρτημένη από το προσωπικό για το πότε, τι και πώς θα φάει, για την καθαριότητα, για τις φυσικές της ανάγκες, για τα πάντα. Με σκαμπανεβάσματα, διακόπτοντας τις σκέψεις της με επαναφορά στη θλιβερή κατάσταση του παρόντος και στα παράπονά της για την αδιαφορία των ξένων γυναικών που τη φροντίζουν, με τον φόβο του σκοταδιού και του θανάτου, με διακοπές στην προσπάθειά της να θυμηθεί τις ακριβείς λέξεις αυτού που θέλει να πει, αναλογίζεται την περασμένη της ζωή. Τους πρόσφυγες από τη Μικρασία παππούδες, τη φτώχεια στην Κοκκινιά, τα δύσκολα χρόνια της Χούντας και την περιθωριοποίηση της οικογένειας λόγω των δεξιών φρονημάτων του πατέρα, θυμάται τον σύζυγο, τα αδέλφια, τα παιδιά και τα εγγόνια της. Γεμάτη παράπονα γιατί την εγκατέλειψαν σ' αυτό το άξενο περιβάλλον, έτοιμη όμως να δικαιολογήσει τη στάση τους, για να φτάσει τέλος στην κατανόηση, όταν θυμάται τη δική της στάση απέναντι στη μητέρα της. Είναι ακριβώς το σημείο όπου η αφήγηση ξυπνά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, γιατί κατά τα άλλα ο εκτενής διάλογος κυλάει μονότονα, με επαναλήψεις και παλινωδίες. Η ανάμνηση της σχέσης με τη δική της μητέρα, για το θάνατο της οποίας κάτι βαραίνει τη συνείδησή της, γίνεται αφορμή να δείξει ακόμη μεγαλύτερη κατανόηση για τη στάση των παιδιών της. Και ο αναγνώστης διερωτάται: Μήπως αυτή είναι  αναπόφευκτη φυσική αναγκαιότητα;
Το βιβλίο σου αφήνει μια στενοχώρια, μια πικρή γεύση. "Κακό πράμα τα γηρατειά", λέει κάποια στιγμή η αφηγήτρια. Αυτό πράγματι κατορθώνει να δείξει με όλη αυτή την παραληρηματική εξομολόγηση. "Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά", εύχεται η Εκκλησία να είναι τα τέλη της ζωής μας. Η ευχή ξανάρχεται στη σκέψη καθώς διαβάζουμε τον μονόλογο της ηρωίδας της Γιαννακάκη.

Τρίτη, Οκτωβρίου 18, 2016

Η Μεγάλη Χίμαιρα

Μ. Καραγάτσης
Η Μεγάλη Χίμαιρα
Εστία, χ.χ. (Δωδέκατη έκδοση)
Πρώτη έκδ. 1936, έκδ. επαυξημένη και αναθεωρημένη, 1953
Το μόνο που θυμόμουνα από την πριν από...μερικές δεκαετίες ανάγνωση του μυθιστορήματος του Καραγάτση, ήταν η δραματική σκηνή του τέλους. Θυμάμαι ότι η ανάγνωση μου είχε αφήσει μια πικρή γεύση που δεν θα ήθελα να ξαναζήσω. Ούτε θυμόμουνα πως το έργο διαδραματίζεται κυρίως στη Σύρα. Κι αν ακόμα το είχα προσέξει, η Σύρος δεν έλεγε τότε τίποτα για μένα, ήταν ένα νησί σαν οποιοδήποτε άλλο. Όμως φέτος το Πάσχα, μετά την τετραήμερη παραμονή μου εκεί, το "Κοκκινόσπιτο" που μας έδειξε ο ξεναγός ως το σπίτι της Γαλλίδας, το μονοπάτι από το οποίο εκείνη κατέβαινε στη θάλασσα, το Πισκοπιό, ξύπνησαν μέσα μου την επιθυμία να ξαναδιαβάσω αυτό το λογοτεχνικό διαμάντι. Το λιμάνι, το Πισκοπιό, η άνω Σύρος, η Πλατεία με τους φοίνικες, ο Άγιος Νικόλαος των Πλουσίων, δεν ήταν πια κάποιοι τόποι μακρινοί και άγνωστοι. Τοποθετούσα τώρα το έργο μέσα σ' ένα γνωστό, οικείο περιβάλλον.
Διερωτώμαι αν η πληθώρα των νεότευκτων συγγραφέων μας ή ακόμα κι αυτοί που διδάσκουν λογοτεχνία  έχουν διαβάσει τα κλασικά πλέον έργα των Ελλήνων λογοτεχνών. Πόσο Μυριβήλη, Βενέζη, Πολίτη, Καραγάτση, Ροΐδη, Τερζάκη, Θεοτοκά, Καρκαβίτσα, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη (για να περιοριστώ σε ελάχιστους) γνωρίζουν; Συγκρίνουν καμιά φορά τα έργα τους μ' εκείνα των μεγάλων δημιουργών;
Διάβαζα τη "Χίμαιρα" και ξανάβρισκα σ' αυτήν ολόκληρη την Ελλάδα. Την αρχαία κλασική λογοτεχνία με την οποία ήταν θρεμμένη η πρωταγωνίστρια, η Γαλλίδα Μαρίνα, εύρισκα το γυμνό τοπίο, το φως και τον ήλιο της Ελλάδας, την αγάπη της θάλασσας, τη δύσκολη ζωή των ναυτικών, τη βασανισμένη ζωή των γυναικών...Και κοντά σ' αυτά την καταβύθιση στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου που δίνει έτσι διαχρονικότητα και καθολικότητα στους ήρωές του.
Η Γαλλίδα Μαρίνα Μπαρέ, έχοντας ζήσει δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, με μητέρα αμφιβόλου ηθικής, αλλά που προσπάθησε να δώσει στην κόρη της μια γερή, κλασική παιδεία, ερωτεύεται έναν Έλληνα ναυτικό και πλοιοκτήτη, τον Γιάννη Ρεΐζη, τον παντρεύεται και τον ακολουθεί στην Ελλάδα. Έναν τόπο που η κλασική της παιδεία, η ελληνική αρχαιότητα, τα αρχαία ελληνικά που μιλούσε με ερασμιακή προφορά, τον έκαναν να φαντάζει στα μάτια της σαν  τον ιδανικό τόπο προορισμού της. Ένα κοριτσάκι ολοκληρώνει την ευτυχία του ζευγαριού, αν και η Μαρίνα ζει διαρκώς κάτω από τη σκιά της αυστηρής, μαυροφορεμένης πενθεράς της, που ποτέ δεν αποδέχτηκε τη νύφη της, ψυχανεμιζόμενη ίσως την κακιά μοίρα που εκείνη έσερνε μαζί της.
Η μεταβολή της τύχης έρχεται, όπως και στην αρχαία τραγωδία, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές. Το ναυάγιο ενός από τα πλοία του Ρεΐζη τον οδηγεί και πάλι ως καπετάνιο σε μακρόχρονη απουσία από την οικογένειά του. Ο αναγνώστης το διαισθάνεται, βλέπει την τραγωδία που έρχεται, αν και δεν συνειδητοποιεί ούτε φαντάζεται ποια θα είναι αυτή. Αλλά κι όταν ακόμα θα συμβεί, η ευχαρίστηση από  την ανάγνωση μιας υψηλής λογοτεχνικής δημιουργίας δεν τον εγκαταλείπει.
Ο Καραγάτσης έχει χαρακτηριστεί ως "σεξουαλικός" ή "Φρουδικός" συγγραφέας. και είναι γνωστό πως η libido διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στα έργα του όπως και σ' αυτό το βιβλίο. Όμως δεν παύει να παρουσιάζει τον άνθρωπο, όπως κι εδώ τη Μαρίνα, ν' αντιπαλεύει με τα πάθη του σώματος, ν' αγωνίζεται να δαμάσει τους μέσα του δαίμονες, άλλο αν τελικά νικιέται από την παντοδύναμη Μοίρα.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2016

Offshore



Πέτρος Μάρκαρης
Offshore
Γαβριηλίδης, 2016
 Τηλεοπτικά σίριαλ βεβαίως δεν βλέπω, αναγνωστικά σίριαλ όμως, όπως τα βιβλία του Μάρκαρη, συχνά παρακολουθώ. Τα αποκαλώ σίριαλ γιατί, όπως και στην τηλεόραση, τα κύρια πρόσωπα είναι τα ίδια και κάθε φορά παρακολουθούμε μια καινούρια υπόθεση. Από βιβλίο σε βιβλίο: Νυχτερινό Δελίο,  Άμυνα ζώνης, Ο Τσε αυτοκτόνησε, Βασικός μάρτυρας, Παλιά, πολύ παλιά, Ληξιπρόθεσμα δάνεια, Περαίωση, Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, Τίτλοι τέλους, τα μυθιστορήματα του Μάρκαρη εξελίσσονται με τους ίδιους ήρωες, μερικοί από τους οποίους προστέθηκαν καθ' οδόν, μέσα στο ίδιο Αθηναϊκό τοπικό και κοινωνικό περιβάλλον (με εξαίρεση το Παλιά, πολύ παλιά). Οι χαρακτήρες μας έχουν γίνει πια οικείοι, γνωστοί, φίλοι μας. Ο ικανότατος, αλλά παραγνωρισμένος από την υπηρεσία του αστυνόμος Χαρίτος του τμήματος Ανθρωποκτονιών, η γυναίκα του Αδριανή, τυπικός χαρακτήρας Ελληνίδας μεσοαστής νοικοκυράς, η κόρη του Κατερίνα που την παρακολουθήσαμε από φοιτήτρια Νομικής ως τον γάμο της και τώρα στη μαχόμενη δικηγορία, ο άντρας της, ο γιατρός Φάνης, ο παλιός κομμουνιστής Ζήσης που είχε βασανιστεί στην περίοδο της Χούντας, αλλά τώρα διαθέτει μια ώριμη, κριτική ματιά για τους πάντες, η φίλη και συνεργάτις της Κατερίνας Μάνια και ο σύντροφός της, ο Γερμανός Ούλι, οι συνεργάτες του Χαρίτου στην αστυνομία, είναι όλοι πια γνώριμοι και τους περιμένουμε σε κάθε καινούρια περιπέτεια.
Ο Μάρκαρης τοποθετεί το τωρινό του βιβλίο στη φανταστική εποχή που μια καινούρια γενιά σαραντάρηδων έχει πάρει στα χέρια της τη διακυβέρνηση της χώρας, τα μνημόνια έχουν περάσει, το χρήμα ρέει και πάλι στην Ελλάδα, ξένες εταιρείες επανέρχονται, γίνονται επενδύσεις, προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις, αναμορφώνεται το ασφαλιστικό σύστημα, οι Έλληνες ξαναγυρίζουν στις παλιές, καλές τους συνήθειες. Ο πρακτικός όμως νους της Αδριανής και μερικών άλλων στέκεται δύσπιστος σ' αυτή την αλλαγή. "Καλά, πού βρέθηκε αυτό το χρήμα;" αναρωτιούνται.
Η δολοφονία ενός στελέχους του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, υπεύθυνου για την ενοικίαση του χώρου των μαρίνων, ενός εφοπλιστή κι ενός παλαίμαχου αλλά ικανότατου δημοσιογράφου (αλήθεια, γιατί σκότωσε ο Μάρκαρης τον Σωτηρόπουλο; Μου ήταν πολύ συμπαθής!) θέτουν σε κίνηση την έρευνα του Χαρίτου. Όμως, κατά περίεργο τρόπο, οι δολοφόνοι γρήγορα εντοπίζονται, είναι σαν να παραδίνονται μόνοι τους και εύκολα ομολογούν τη διάπραξη των φόνων. Μήπως λοιπόν πίσω από τις δολοφονίες κρύβεται κάτι άλλο; Ο Χαρίτος θα το ανακαλύψει τελικά, αλλά τίποτα δεν μπορεί να κάνει γι' αυτό. Η πηγή του μαύρου χρήματος που ξεπλένεται με τις επενδύσεις θα παραμείνει για πάντα σκοτεινή.
Δεν έχω ιδέα από οικονομκά, αλλά απόλαυσα το μυθιστόρημα, όπως και όλα τα προηγούμενα. Θα περιμένω το...επόμενο επεισόδιο.

Κυριακή, Οκτωβρίου 02, 2016

Το μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο

Nina George
Το μικρό Παριζιάνικο Βιβλιοπωλείο
Κλειδάριθμος, 2016
Μετ. Χριστίνα Σωτηροπούλου
Δεν ξέρω κανένα βιβλιόφιλο που δεν θα δελεαζόταν από ένα βιβλίο που ο τίτλος του σχετίζεται με... βιβλία. (Μια πολύ ενδιαφέρουσα τέτοια συλλογή τίτλων μας δίνει το βιβλιοφιλικό blog Βολτίτσες). Γι' αυτό και ο τίτλος "Το μικρό παριζιάνικο βιβλιοπωλείο" λειτούργησε σαν μαγνήτης στην αναγνωστική μου επιλογή. Όμως η ικανοποίηση που μου έδωσε δεν ήταν αυτή που περίμενα, ίσως γιατί άλλα ήταν αυτά για τα οποία είχα προετοιμαστεί με τη φαντασία μου, άλλα ήταν αυτά για τα οποία η προσδοκία μου με είχε προϊδεάσει.
Το βιβλίο αρχίζει πολύ ωραία. Ο πενηντάχρονος βιβλιοπώλης Ζαν Περντί, διατηρεί ένα πρωτότυπο βιβλιοπωλείο. Πρόκειται για μια φορτηγίδα, ένα πλοιάριο προσαραγμένο στην όχθη του Σηκουάνα. Δεν είναι η μόνη πρωτοτυπία. Ο Περντί αποκαλεί το βιβλιοπωλείο του "Λογοτεχνικό φαρμακείο". Πιστεύει πως τα βιβλία μπορούν να θεραπεύσουν τις αρρώστιες της ψυχής και είναι σε θέση να προτείνει το κατάλληλο βιβλίο για τον κάθε αναγνώστη. Συχνά δεν διστάζει να χάσει έναν πελάτη παρά να του πουλήσει ένα βιβλίο, το οποίο κατά τη γνώμη του δεν του ταιριάζει!
Ο Περντί όμως έχει κι αυτός ένα ψυχικό τραύμα, το οποίο δυστυχώς τα βιβλία δεν μπόρεσαν να του γιατρέψουν. Πριν από εικοσιένα χρόνια είχε ερωτευτεί παράφορα μια γυναίκα, τη Μανόν, η οποία ξαφνικά εξαφανίστηκε από τη ζωή του, αφήνοντάς του μόνο ένα γράμμα, που ο Ζαν όλα αυτά τα χρόνια αρνιόταν να διαβάσει. Μια απρόσμενη συγκυρία τον κάνει να διαβάσει το γράμμα ύστερα από τόσα χρόνια, πράγμα που τον ωθεί να λύσει το πλοιάριο-βιβλιοπωλείο από την όχθη και μέσα από ποταμίσιους δρόμους να πλεύσει προς τα νότια της Γαλλίας, αναζητώντας την αγαπημένη του. Έτσι το βιβλίο παίρνει άλλη τροπή κι άλλη διάσταση. Τα βιβλία βέβαια εξακολουθούν να έχουν το ρόλο τους. Άλλοτε τα προτείνει ως αντάλλαγμα για ένα φόρο που πρέπει να πληρώσει για τον ελλιμενισμό του, άλλοτε για να αγοράσει τρόφιμα, δεν έχουν όμως τον κύριο ρόλο για τον οποίο ο αναγνώστης είχε προετοιμαστεί.
Ενδιαφέρουσες οι σκόρπιες αποφθεγματικές ρήσεις για το βιβλίο. Π.χ. "Τα βιβλία είναι κάτι παραπάνω από γιατροί, φυσικά. Κάποια μυθιστορήματα είναι τρυφεροί σύντροφοι για μια ζωή. Κάποια σου δίνουν ένα δυνατό χαστούκι, άλλα είναι σαν ζεστή κουβέρτα που σε τυλίγει όταν σε πιάνει φθινοπωρινή μελαγχολία. Και κάποια... ε, λοιπόν, κάποια είναι σαν ροζ μαλλί της γριάς, που γαργαλάει τον εγκέφαλό σου για τρία δευτερόλεπτα και αφήνει πίσω του ένα χαρούμενο κενό. Όπως μια σύντομη αλλά καυτή ερωτική σχέση".
Και μια ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία. Στο επίμετρο του βιβλίου παρατίθενται αφενός συνταγές φαγητών της Προβηγκίας, αφετέρου δημοσιεύεται το "Λογοτεχνικό κουτί πρώτων βοηθειών" του Ζαν Περντί, όπου δίνει πληροφορίες και οδηγίες για τη θεραπευτική ιδιότητα συγκεκριμένων βιβλίων. Γράφει για παράδειγμα: "Μέλβιλ Χέρμαν, Μόμπι Ντικ: Για χορτοφάγους. Παρενέργειες: Φόβος του νερού.
Ή, Όργουελ Τζορτζ, 1984: Περιορίζει την ευπιστία και την απάθεια. Παλιό σπιτικό γιατρικό για τη χρόνια αισιοδοξία, που όμως έχει περάσει την ημερομηνία λήξης του".
Και με τον τρόπο αυτό μας δίνει τη θεραπευτική ιδιότητα 26 βιβλίων.
Γενικά ένα εύπεπτο βιβλίο, γι' αυτό ίσως και ευπώλητο, μεταφρασμένο σε 33 γλώσσες, που θα μπορούσε με βάση την κεντρική του ιδέα να είναι πολύ καλύτερο.

Σάββατο, Οκτωβρίου 01, 2016

Υπάρχω...

Για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησα αυτό το blog, εδώ και δέκα χρόνια, κατέγραψα τόσο μακρά απουσία. Τρεις περίπου μήνες χωρίς ούτε μια βιβλιοπαρουσίαση! Όχι, βέβαια, γιατί δεν διάβαζα. Ίσα-ίσα γιατί διάβαζα πάρα πολύ. Είχα τον τιμητικό ρόλο της συμμετοχής στην κριτική επιτροπή για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία της Κύπρου (εκδόσεις 2015). Έτσι διάβασα 50 ποιητικές συλλογές, 20 μυθιστορήματα, 17 συλλογές διηγημάτων, 6 δοκίμια/μελέτες, 9 έργα νέου λογοτέχνη. Όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσα ούτε και τώρα μπορώ να δημοσιοποιήσω την άποψή μου. Όμως,  όλος αυτός ο όγκος μελέτης δεν μου άφηνε περιθώριο για διάβασμα άλλων βιβλίων, για τα οποία θα μπορούσα να γράψω στο blog. Ελεύθερη τώρα πια, αφού τελείωσε η μελέτη των προς κρίση βιβλίων, μπορώ να ξαναγυρίσω στο αγαπημένο μου blog και στις τακτικές μου παρουσιάσεις. Σύντομα η πρώτη.

Κυριακή, Ιουλίου 31, 2016

Ταξιδεύοντας στο παρελθόν



Ίσως και να  ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
Το Ταλίν. Στο βάθος η Βαλτική

Οι στίχοι του Σεφέρη στριφογυρίζουν στη σκέψη μου σχεδόν όλες τις μέρες που τριγυρίζουμε σ’ αυτή τη βορινή, απόμακρη γωνιά του πλανήτη, στις τρεις Βαλτικές Δημοκρατίες, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία. Απολαμβάνοντας τη δροσιά μες το κατακαλόκαιρο, θαυμάζοντας τα απέραντα δάση, το πράσινο, τα νερά, τα ποτάμια, τις λίμνες, προπάντων βλέποντας αυτό τον ήσυχο κόσμο για τον οποίο οι πολεμικές απειλές φαίνονται τόσο απόμακρες πια, συλλογίζομαι μήπως θα προτιμούσα να ζω σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά παρά στη δική μας, ταραγμένη Μεσόγειο. 
 
Δάση, δάση παντού


 
...και ποτάμια
Δεν ξέρω. Δεν είναι εύκολο ν’ αποφασίσεις όταν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει αλλού. Κι ας είναι ό,τι γνώρισε η γενιά μου μόνο συγκρούσεις, αγώνες, ηρωικοί θάνατοι. Όμως σαν ένα διάλειμμα έστω, σαν μια ανάπαυλα από τα δύσκολα δικά μας ασφαλώς το εκτιμώ και το απολαμβάνω.
Ένα ταξίδι στις Βαλτικές χώρες μοιάζει πραγματικά σαν ένα ταξίδι στο παρελθόν. Παρά τη σύγχρονη ζωή και όψη τους, εκείνο που μένει στον επισκέπτη είναι κυρίως το μεσαιωνικό τους παρελθόν. Ίσως γιατί έχουν κρατήσει τις παλιές γειτονιές, τα πετρόκτιστα οικοδομήματα, τους λιθόστρωτους δρόμους και πλατείες που ασφαλώς διευκολύνουν την κυκλοφορία στους χιονισμένους μήνες του χειμώνα, αλλά που τόσο δυσκολεύουν εμάς τους μη εξοικειωμένους στο περπάτημα. 
Το ποτάμι της Ρίγας

Η γενική αντίληψη είναι πως μοιάζουν πολύ αυτές οι τρεις χώρες. Νομίζω πως μοιάζουν αλλά και διαφέρουν. Μοιάζει η φύση και η ιστορία τους, διαφέρει όμως η γλώσσα, τα έθιμα, η ιδιαίτερη φυσιογνωμία της καθεμιάς. Το Ταλίν, πρωτεύουσα της Εσθονίας, πιο μικρό, πιο μεσαιωνικό. Η Ρίγα της Λετονίας μεγαλύτερη, περήφανη για την επίδειξη του πλούτου του 19ου αι., όπως έμπρακτα εμφανίζεται στη συνοικία με τα πανέμορφα σπίτια τεχνοτροπίας αρτ νουβό. Το Βίλνιους στη Λιθουανία, χωρίς να αποβάλλει τον μεσαιωνικό του χαρακτήρα, πιο κοσμοπολίτικο, πιο μοντέρνο, με μεγαλύτερη άνεση στους δρόμους και τις πλατείες του.
Η ιστορία των τριών χωρών εν πολλοίς κοινή. Μήλον της έριδος ανάμεσα σε Τεύτονες, Σουηδούς, Δανούς, Πολωνούς, προσαρτήθηκαν στη Ρωσία τον 18ο αι. Τη σημερινή τους μορφή απέκτησαν μόλις το 1918 με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολύ λίγο όμως κράτησε η ανεξαρτησία τους αφού, με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά από μια ολιγόχρονη κατοχή από τους Γερμανούς, κατακυρώνονται στη Σοβιετική Ένωση ως Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες. Τέλος, το 1991, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έγιναν τα κράτη που γνωρίζουμε. Σήμερα και οι τρεις είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του ευρώ.
Ένας ιππότης από το παρελθόν
...κι ένα δείπνο σε μεσαιωνικό εστιατόριο
Από το αεροδρόμιο της Ρίγα οδεύουμε προς το Ταλίν. Πολύ ευχάριστη η δροσιά, σχεδόν ψύχρα μετά τον καύσωνα της Κύπρου, ενώ το ψιλόβροχο που μας υποδέχεται θυμίζει μάλλον φθινόπωρο παρά καλοκαίρι.  Κι όμως οι ντόπιοι συνεχίζουν απτόητοι το πικ-νικ τους! Ίσως να ‘ναι ο καλύτερος καιρός που γνωρίζουν αφού, όπως μας λένε, μόνο εβδομήντα μέρες τον χρόνο βλέπουν τον ήλιο! Κανένα βουνό ή έστω λόφος δεν διακόπτει αυτή τη θάλασσα του πράσινου. Σαν να διασχίζουμε ένα πράσινο τούνελ. Σε λίγο μου φαίνεται θα πρασινίσουν και τα μάτια μου! Σκέφτομαι πως απ’ αυτές τις χώρες με τα πυκνά, σκοτεινά δάση θα πρέπει να ξεκίνησαν τόσοι θρύλοι και παραμύθια. Πώς να μη συναντήσει εδώ τον κακό λύκο η Κοκκινοσκουφίτσα, πώς ο Κοντορεβιθούλης να μη χαθεί στο δάσος και πώς ο Χάνσελ και η Γκρέτελ να μην πέσουν θύματα της κακιάς μάγισσας…

Ντόπια τουριστικά είδη στην όμορφη πλατεία
 
Ακόμα ένα ρομαντικό δρομάκι

Είναι περίεργο πώς, για λαούς που δεν φημίζονται για τη 
θρησκευτικότητά τους (χαρακτηριστικό είναι για παράδειγμα το ότι η Εσθονία δεν έχει επίσημη κρατική θρησκεία, ενώ η Λιθουανία μόλις τον 15ο αι. εκχριστιανίστηκε, διατηρώντας ακόμα παγανιστικά στοιχεία) οι εκκλησίες αποτελούν ένα από τα κυριότερα αξιοθέατά τους.
Από την ωραία συνοικία με σπίτια αρτ νουβό
 Έχουν πράγματι πολύ όμορφες εκκλησιές. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να ξαναφέρω στη μνήμη όλους τους ναούς που είδαμε και να μην τους συγχύζω. Κάποιοι σίγουρα ξεχωρίζουν. Στο Ταλίν ο τεράστιος, ρωσικός ορθόδοξος ναός του Αλεξάνδρου Νιέφσκι (έργο του 1900) εντυπωσιάζει με το πολύχρωμο, περίτεχνο εξωτερικό του και τους πέντε κρεμμυδόσχημους τρούλους του, ενώ πλήθη τουριστών συνωθούνται στην είσοδό του. 
Ο ορθόδοξος ρωσικός ναός Αλεξάνδρου Νέφσκι στο Ταλίν
 Πολύ πιο μικρός και πολύ πιο παλιός, του 13ου αι., ο λουθηρανικός ναός της Παναγίας συνδέεται με τον θρύλο του Καζανόβα που θέλησε να ταφεί στην είσοδό του για να τον πατούν όσοι θα έμπαιναν στο ναό και να συγχωρεθούν έτσι οι αμαρτίες του! Από θρύλους άλλο τίποτε σ’ αυτές τις μεσαιωνικές γειτονιές.
Ευχάριστες νότες από μουσικό του δρόμου
Στη Ρίγα ο λουθηρανικός ναός του Αγίου Πέτρου επιτρέπει την ανάβαση στο πανύψηλο καμπαναριό (ευτυχώς υπάρχει ασανσέρ) από όπου η θέα ολόκληρης της πόλης απλώνεται μπροστά στα μάτια (και στις φωτογραφικές!) των επισκεπτών. Στην τεράστια, τη μεγαλύτερη απ’ όλες τις εκκλησίες των Βαλτικών χωρών, τον Καθεδρικό ναό της Ρίγα, παρακολουθούμε ένα εικοσάλεπτο κονσέρτο από το φημισμένο εκκλησιαστικό όργανο του ναού. Μουσική τόσο ξένη στα δικά μας ακούσματα δεν μας προκαλεί καμιά συγκίνηση, είναι όμως αφορμή για λίγη ξεκούραση από τους ποδαρόδρομους  που χρειάζεται να διανύσουμε, μια και τα κέντρα όλων αυτών των  πόλεων είναι πεζοδρομημένα (Πόσο αστείο, αν όχι τραγικό, μου φαίνεται το ότι υπήρξαν τόσες αντιδράσεις και τόσος πόλεμος πριν από χρόνια για την πεζοδρομοποίηση των δυο μικρών μας δρόμων, Λήδρας και Ονασαγόρου, ενώ θα ‘πρεπε όλη η εντός των τειχών Λευκωσία να είναι πεζόδρομος) .
Ο καθεδρικός ναός της Ρίγας με πρόσοψη αρχαίου ελληνικού ναού
Ο  ναός της Αγίας Άννας με τα κόκκινα τούβλα στο Βίλνιους
 
Ο ναός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου
 Ξεχωριστή στο Βίλνιους η εκκλησία της Αγίας Άννας με τα κόκκινα τούβλα της κατασκευής της. Αλλά ο εντυπωσιακότερος όλων είναι ο ναός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, κόσμημα του μπαρόκ στυλ.  Εκατοντάδες ανάγλυφες μορφές γεμίζουν το εσωτερικό του. Μεμονωμένες μορφές ή συμπλέγματα, παχουλά αγγελάκια, διακοσμητικά στοιχεία δημιουργούν κορεσμό θεάματος και κούραση απ’ την ορθοστασία, όταν η ευσυνείδητη ξεναγός επιμένει να αναλύει το καθετί.
Το Κάστρο Τουράιντα στη Λετονία
 
Το πανέμορφο Κάστρο Τρακάι στη Λιθουανία
Πιο πολύ όμως σ’ αυτές τις χώρες μου άρεσαν τα κάστρα και τα παλάτια. Αυτά σε φέρνουν πίσω, στα χρόνια των  ιπποτών και των σταυροφόρων, αυτά δημιουργούν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Πουθενά αλλού δεν είδα τόσο μεσαίωνα όσο σ’ αυτή την περιοχή της Ευρώπης. Μεσαίωνα θυμίζει το Κάστρο Τουράιντα στη Λετονία, μεσαίωνα το γραφικότατο Τρακάι στη Λιθουανία. Κτισμένο στη μέση μιας γραφικής λίμνης είναι πιο ενδιαφέρον να το βλέπεις από μακριά παρά να ξεναγείσαι στο μουσειακό εσωτερικό του.
Το παλάτι-μουσείο Κατριόρκ
 
Οι λουλουδισμένοι κήποι του παλατιού
Παλάτια βέβαια έχουμε δει πολλά σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Δεν παύουν όμως να έχουν το δικό τους ενδιαφέρον, μια και σ’ αυτά έχουν αποτυπωθεί ιστορικές στιγμές της κάθε χώρας. Το παλάτι Κατριόργκ στην Εσθονία, έργο του Πέτρου του Α΄ που δυστυχώς πέθανε πριν το απολαύσει, στη μέση ενός υπέροχου, τεράστιου, λουλουδισμένου πάρκου θυμίζει τη ρωσική περίοδο. Το απόλαυσαν όμως πολλοί Ρώσοι ηγεμόνες και σήμερα εμείς οι τουρίστες ως μουσείο Τέχνης. Μουσείο είναι σήμερα και ένα άλλο όμορφο παλάτι, το παλάτι Ρουντάλ στη Λετονία, ένα ωραίο κτίσμα σε ρυθμό μπαρόκ και ροκοκό.
Το παλάτι Ρουντάλ στη Λετονία
Δεν θα μπορούσα να κλείσω αυτή τη σύντομη αναφορά στα αξιοθέατα των τριών χωρών χωρίς να αναφερθώ σ’ ένα μοναδικό στο είδος του αξιοθέατο, στον Λόφο των Σταυρών. Τριάντα περίπου χιλιόμετρα από το Βίλνιους, σ’ ένα μικρό ύψωμα (λόφο κατ’ ευφημισμό) υψώνονται χιλιάδες σταυροί. Ξύλινοι, μαρμάρινοι, μεταλλικοί, από κάθε είδους υλικό και κάθε μεγέθους. Άγνωστη η πρώτη αρχή, μάλλον τον 19ο αι. ως αφιέρωμα σε νεκρούς που δεν βρέθηκαν για να ταφούν, έγινε με τον καιρό και εξακολουθεί να είναι τόπος προσευχής και αφιερωμάτων.
Ο Λόφος των Σταυρών
Ξαναφέρνω στη σκέψη την περιδιάβασή μου σ’ αυτές τις απομακρυσμένες, όμορφες, μικρές χώρες. Οι εικόνες που προβάλλουν είναι πράσινο και νερά. Δάση, πάρκα, ποτάμια, λίμνες. Κόκκινες, επικλινείς στέγες, μυτεροί πύργοι, παλάτια και κάστρα, λιθόστρωτα δρομάκια, τεράστιες πλατείες, πλήθος εκκλησιές, υπόγεια μεσαιωνικά εστιατόρια και λουλούδια, λουλούδια παντού, οι μουσικοί του δρόμου, το φως της μέρας που παρατείνει την παρουσία του και μετά τις δέκα το βράδυ… Ένας κόσμος ήρεμος, αργοκίνητος, κλειστός, απόμακρα ευγενικός, τόσο διαφορετικός από μας τους εκδηλωτικούς, ανυπόμονους, θορυβώδεις μεσογειακούς.

Λουλούδια, λουλούδια παντού
Η τεράστια πλατεία του Δημαρχείου στο Βίλνιους
 Πολλά πράγματα ορίζουμε στη ζωή μας. Πολλά εξαρτώνται από τη δική μας βούληση. Το πότε όμως και το πού θα γεννηθούμε, αυτό κανείς δεν μπορεί να το ορίσει. Ας φροντίσουμε τουλάχιστον να ομορφύνουμε και να κάνουμε όσο μπορούμε καλύτερο αυτό τον τόπο, αυτή τη βραχονησίδα της Μεσογείου όπου μας έλαχε να γεννηθούμε και να ζήσουμε.